άχειλος

άχειλος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει χείλια (κυριολ. και μτφ.): Το παιδί είχε γεννηθεί άχειλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άχειλος — η, ο [χείλος] αυτός που δεν έχει χείλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”